- κυνηλατώ
- κυνηλατῶ, -έω (Α)κυνηγώ με κυνηγετικά σκυλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)-* + -ηλατῶ (< -ηλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. ιχν-ηλατῶ, κωπηλατῶ. Το -η- τού τ. ερμηνεύεται με τη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει].
Dictionary of Greek. 2013.